- ρίχνω
- ῥίπτω, ΝΜΑ, και ρίχτω και ρήχνω Ν1. πετώ κάτι μακριά, τό ωθώ με δύναμη ώστε να πάει μακριά (α. «τού 'ριξα μια πέτρα»)β. «ῥίπτω το ἀπὸ τοῡ σκουτελίου», Πρόδρ.γ. «ὠή, ῥίψω πέτραν τάχα σου», Ευρ.δ. «σφαῑραν ἔπειτ' ἔρριψε μετ' ἀμφίπολον βασίλεια», Ομ. Οδ.)2. με άσκηση βίας ή δύναμης βάζω κάτω κάποιον ή κάτι, ανατρέπω, κάνω να πέσει κάποιος ή κάτι (α. «θα τόν ρίξω τον τοίχο, θα κάνω αλλαγές» β. «με μια τρικλοποδιά τόν έριξε κάτω» γ. «λαβέντες αὐτοὺς... κατὰ στύφλου πέτρας ῥίψωμεν», (Ευρ.)3. (μεσοπαθ.) ρίχνομαι και ῥίπτομαι και ῥίπτω εαυτόναφήνομαι να πέσω, γκρεμίζομαι (α. «ρίχθηκε στον γκρεμό» β. «κατά τε τῶν κρημνῶν οἱ πολλοὶ ῥίπτοντες ἑαυτοὺς ἀπώλυντο», Θουκ.)4. οδηγώ κάποιον σε μια κατάσταση, φέρνω κάποιον σε δυσχερή, κυρίως, θέση (α. «το πάθος του τόν έριξε στην πιο μαύρη δυστυχία» β. «...το σκήπτρο... ρίχνει εισέ δάκρυα θλιβερά», Σολωμ.γ. «τεκοῡσα γὰρ μ' ἔρριψας ἐς τὸ δυστυχές», Αισχύλ.)5. απλώνω γύρω σε μήκος ή προς τα κάτω, αφήνω να πέσει, να απλωθεί (α. «το βράδι πρέπει να ρίχνεις πάνω σου κάτι» β. «τὴν Κασσάνδραν ῥίπτειν ξανθοὺς πλοκάμους χλωροκόμῳ στεφάνῳ δάφνας κοσμηθεῑσαν», Ευρ.)6. θεωρώ υπεύθυνο, αποδίδω ευθύνες (α. «θα τά ρίξουν όλα σε μένα» β. «μὴ πᾱν ἐπὶ τοὺς ἱερέας ῥίψωμεν», Ιωάν. Χρυσ.)7. φρ. «ρίχνω λόγο» και «ρίπτω λόγους» — εκφέρω, συνήθως απρόσμενα, μια γνώμη, διατυπώνω μια πρόταση (α. «μού ριξε μια κουβέντα» β. «πολλ' άγνωστα 'ν τα λόγια σου στον άνεμο τά ρίχνεις», Ερωτόκρ.γ. «λόγον ἐμοὶ ὑπήκουον μοῡ ἔρριξεν ἡ κόρη», Διγ. Ακρ.δ. «εἰ δ' ὧδε τραχεῑς καὶ τεθηγμένους λόγους ῥίψειν», Αισχύλ.)νεοελλ.1. (σχετικά με ενδύματα) φορώ, βάζω («ρίξε κάτι επάνω σου, θα κρυώσεις»)2. σημαδεύω, πυροβολώ («τού 'ριξε τρεις μπαταριές»)3. απρόσ. ρίχνειβρέχει4. μέσ. ρίχνομαιεφορμώ, πέφτω ορμητικά (α. «ρίχνομαι στη μάχη» β. «ρίχνομαι στο διάβασμα»)5. φρ. α) «τής ρίχνομαι» ή «τής τά ρίχνω» — τής κολλάω, κάνω ερωτική επίθεσηβ) «ρίχνει με το ασκί [με το τουλούμι, με το κανάτι]» ή «ρίχνει παπάδες [ή βατράχια]» — βρέχει καταρρακτωδώςγ) «ρίχνω κάτω τα μάτια» — συναισθάνομαι το σφάλμα μου και δείχνω τη μεταμέλειά μουδ) «ρίχνω τ' άρματα» — παραδέχομαι την ήττα μου και παραδίδομαιε) «τά [ή τό] ρίχνω κάτω» — παραιτούμαι από την προσπάθεια, απογοητεύομαιστ) «ρίχνω μπόι» — ψηλώνωζ) «ρίχνω μια ματιά» — διαβάζω, εξετάζω, επιθεωρώ κ.λπ. πολύ βιαστικάη) «ρίχνω πόντους ή πετριές» — κάνω σαφείς και, συνήθως, οδυνηρούς υπαινιγμούςθ) «ρίχνω τα χαρτιά» ή «ρίχνω τα κουκιά» — μαντεύω με διάφορους τρόπουςι) «ρίχνω στάχτη στα μάτια» — προσπαθώ να εξαπατήσω, να αποκρύψω πραγματικά γεγονόταια) «τό ρίχνω έξω» — αδιαφορώ για τις δυσκολίες, διασκεδάζωιβ) «ρίχνω την ιδέα» — προβάλλω τη γνώμη μου να τήν κρίνουν οι άλλοι και να αποφασίσουνιγ) «τό ρίχνω»(ενν. το παιδί) αποβάλλω το έμβρυο ή κάνω έκτρωσηιδ) «τού ρίχνω το γάντι» — τόν προκαλώ σε ανοιχτή αντιπαράθεση ή μονομαχίαιε) «ρίχνω φως σε κάτι» — αποκαλύπτω την αλήθεια ή επεξηγώ, διαφωτίζωιστ) «ρίχνω σκιά» — σκιάζωιη) «ρίχνω λάδι στη φωτιά» — συντελώ να αναζωπυρωθεί διαμάχη ή να αυξηθεί δυσαρέσκεια που ήδη υπάρχειιθ) «ρίχνω ρίζα» — ριζοβολώκ) «ρίχνω κανόνι» — χρεωκοπώκα) «ρίχνω έξω το καράβι» — κάνω το πλοίο να εξοκείλει ή, γενικότερα, γίνομαι πρόξενος καταστροφήςκβ) «έχω ρίξει έναν παρά» — έχω αδιαφορήσει πλήρως, έχω επιδείξει μεγάλη αμέλειακγ) «έχω ρίξει πολλά λεφτά» — έχω κάνει σημαντικές επενδύσειςκδ) (για οικοδομές) «ρίχνω θεμέλια [ή πλάκα κλπ.]» — τοποθετώ, χτίζω τα θεμέλια, κατασκευάζω την οριζόντια σκεπήνεοελλ.-μσν.1. εκτοξεύω («ρίχνω βέλος»)2. ανατρέπω, καταργώ (α. «τρεις βουλευτές έριξαν την κυβέρνηση» β. «ἔρριψεν τὴν σύνοδον», Θεοφάν.)3. αφήνω βρέφος ως έκθετο κάπου, εκθέτω βρέφος («είχαν ρίξει το μωρό στα σκαλιά τής εκκλησίας»)μσν.-αρχ.(για ενδύματα) βγάζω, αφαιρώ(α. «ῥίπτοντες περιβόλαια πάντα» Μηναί.β. «ῥίψας ἀπ' ὤμων... πορπάματα», Ευρ.)αρχ.1. απορρίπτω, εγκαταλείπω ή πετώ μακριά (α. «καὶ τῇ τρίτῃ αὐτόχειρες τὴ σκευὴν τοῡ πλοίου ἐρρίψαμεν», ΚΔβ. «καί νιν ἔρριψεν ἄλλων χερσὶν ἄβατον εἰς ὄρος», Σοφ.)2. υψώνω τα χέρια σε στάση ικεσίας («ὀρθὰς ὠλένας πρὸς οὐρανὸν ῥίπτοντ'», Ευρ.)3. φρ. «ῥίπτω κλῆρον [ή κύβον]» — διακινδυνεύω.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το ρ. ῥίπτω (< *Fρῑπ-jω) μπορεί πιθ. να αναχθεί στη μηδενισμένη βαθμίδα *wrī-p- τής ΙΕ ρίζας *wrei-p- «στρέφω, γυρίζω» (< ρίζα *wrei- πρβλ. ῥιχνός με διαφορετικό ένθημα) και να συνδεθεί με αρχ. άνω γερμ. rī ban «τρίβω, στρέφω», γερμ. reiben «τρίβω», werfen «πετώ, ρίχνω» (βλ. και λ. ῥίψ). Η αναγωγή τών ρ. αυτών σε ρίζα με σημ. «γυρίζω, στρέφω» μπορεί να γίνει κατανοητή μέσω μιας ενδιάμεσης σημ. «τρίβω ή πετώ κάτι μακριά κάνοντας μια περιστροφική, κυκλική κίνηση». Το ρ. ῥίπτω δηλώνει μια κίνηση βίαιη και πιο έντονη από το ρ. βάλλω*. Ο νεοελλ. τ. ρίχνω, κατά μία άποψη, έχει προέλθει από τον σύνθ. τ. απο-ρίφνω (< απο-ρίφτω < απορρίπτω) με ανομοιωτική τροπή τού -φ- σε -χ-, σύμφωνα με άλλη άποψη από συμφυρμό τών αορ. ἔρριψα (< ῥίπτω) και ἔρρηξα (< ῥήγνυμι), ενώ, τέλος, σύμφωνα με άλλους, απευθείας από τον αόρ. ἔρρηξα τού ῥήγνυμι (απ' όπου πιθ. προέρχεται και η γρφ. ρήχνω). Ο τ. ρίχτω πιθ. < ρίχνω κατ' επίδραση τού ῥίπτω.ΠΑΡ. ριπή, ρίψη(-ις)αρχ.ρίμμαμσν.ριμμόςνεοελλ.ριξιά, ριξιμιός, ρίξιμο.ΣΥΝΘ. (Ασυνθετικό) ρίψασπις, ριψοκίνδυνοςαρχ.ριψάσπιδος, ριψαύχην, ριψολογώ, ρίψοπλοςαρχ.-μσν.ριψόφθαλμος μσν. ριψέπαλξις. (Β' συνθετικό) απορρίπτω, επιρρίπτω, καταρρίπτωαρχ.αναρρίπτω, απεκρίπτω, αποχαταρρίπτω, διαρρίπτω, εκρίπτω, εναπορρίπτω, ενρίπτω, επαναρρίπτω, μεταρρίπτω, παρεχρίπτω, παραρρίπτω, περιρρίπτω, προαπορρίπτω, προσεπιρρίπτω, προσρίπτω, προϋπορρίπτω, συγχαταρρίπτω, συναπορρίπτω, συρρίπτω, υπεχρίπτω, υπερρίπτω, υπορρίπτωνεοελλ.απορρίχνω, προσαπορρίπτω].
Dictionary of Greek. 2013.